- προαποδυόμενος
- προαποδυόμενος , πρό-ἀποδύνωstrip offpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαποδύομαι — ΜΑ μσν. γδύνομαι εκ τών προτέρων («προαπεδύσατο χιτῶνα», Ευμάθ.) αρχ. μτφ. αποβάλλω εκ τών προτέρων («προαποδυόμενος τά πάθη», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω κάτι από πάνω μου»] … Dictionary of Greek